επιτυγχάνει

επιτυγχάνει
доcтигна

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπιτυγχάνει — ἐπιτυγχάνω hit the mark pres ind mp 2nd sg ἐπιτυγχάνω hit the mark pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθωτικός — κατορθωτικός, ή, όν (ΑΜ) [κατορθωτής] ο ικανός να κατορθώνει, ο κατάλληλος να επιτυγχάνει («περί πάντα μὲν ταῡτα ὁ ἀγαθός κατορθωτικός ἐστιν, ὁ δὲ κακός, ἁμαρτητικός», Αριστοτ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατορθωτικόν η ιδιότητα αυτού που… …   Dictionary of Greek

  • στοχαστικός — ή, ό / στοχαστικός, ή, όν, ΝΑ [στοχαστής] νεοελλ. 1. αυτός που χαρακτηρίζεται από περίσκεψη και σωφροσύνη, συνετός («στοχαστικά λόγια») 2. (για πρόσ.) βαθιά σκεπτόμενος, προσεκτικός, αυτός που μιλάει και ενεργεί με περίσκεψη («στοχαστικός… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αλατοπενία — η Ιατρ.˙ κατάσταση κατά την οποία ένας οργανισμός δεν επιτυγχάνει να λάβει επαρκείς ποσότητες ανόργανων αλάτων, που είναι απαραίτητα για τη φυσιολογική λειτουργία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλας* ατος + πενία*. Απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. mineral… …   Dictionary of Greek

  • γητευτής — ο (θηλ. γητεύτρα και γητεύτρια) (Μ γητευτής) [γητεύω] αυτός που με γητειές θεραπεύει μια αρρώστια ή επιτυγχάνει έναν σκοπό νεοελλ. ο γόης, αυτός που κατακτά τους άλλους με τα θέλγητρα του …   Dictionary of Greek

  • ενισχυτής — Συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση του πλάτους ενός ηλεκτρικού σήματος ή, γενικότερα, μιας πληροφορίας ή εντολής. Ανάλογα με τον τύπο της πληροφορίας που πρόκειται να ενισχυθεί και τον προορισμό του σήματος εξόδου, υπάρχουν διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • εξοντωτικός — ή, ό [εξόντωση] 1. αυτός που αποβλέπει ή συντελεί στην εξόντωση, καταστρεπτικός («εξοντωτικός συναγωνισμός») 2. εκείνος που επιτυγχάνει την εξόντωση …   Dictionary of Greek

  • ευδόκιμος — I (9ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Καππαδοκία και ήταν αξιωματούχος επί Θεοφίλου. Πολιτεύτηκε, κατά τους χρονικογράφους, με οσιότητα. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Ιουλίου. II (16ος αι.). Υμνογράφος. Πολλοί τον… …   Dictionary of Greek

  • ευεπίτευκτος — η, ο (Α εὐεπίτευκτος, ον) αυτός που επιτυγχάνεται εύκολα, ο κατορθωτός αρχ. 1. αυτός που επιτυγχάνει εύκολα τον σκοπό του 2. ο πρόσφορος, ο κατάλληλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *επι τευκτός (< επι τυγχάνω), πρβλ. αν επί τευκτος, δυσ επίτευκτος] …   Dictionary of Greek

  • καλόφταστος — η, ο αυτός που τελειώνει καλά, που έχει αίσιο τέλος, που πραγματοποιεί τον σκοπό του, που επιτυγχάνει στην αποστολή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + φτάνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”